Ο πραγματικός ιδιοκτήτης του ονόματός μου

Οι δύο παππούδες μου είχαν παρόμοιο όνομα: Νικόλαος και Νικήτας.

Είμαι ο μοναδικός γιός των γονιών μου, του Δημοσθένη Καβακόπουλου και της Χρυσής Καρανίκα (έχω και μια αδελφή, τη Θεοπίστη), άρα θα ήταν πολύ εύκολο να με ονομάσουν κάπως έτσι, Νικήτα ή Νικόλαο. Παρόλα αυτά, διάλεξαν να μου δώσουν το όνομα του θείου μου, του Λουκά Καβακόπουλου, που χάθηκε στη γερμανική κατοχή. 

Ο Λουκάς Καβακόπουλος ήταν ο μεγαλύτερος γιός μιας οικογένειας προσφύγων που έφτασαν στην περιοχή της παλιάς Πέλλας από την Τουρκία. Ίσως να ήρθαν με την ανταλλαγή πληθυσμών το 1922-23, μπορεί όμως να ήρθαν και παλιότερα. Αν ήρθαν το 1922, ο Λουκάς πρέπει να ήταν ήδη μωρό τότε.

Πριν μιλήσω για τον Λουκά, οφείλω να καταγράψω μερικά πράγματα για την οικογένειά του. Η μάνα του, η γιαγιά Θεοχτή, είχε ήδη χάσει τον άνδρα της Νικήτα πριν την κατοχή, λογικά κάπου ανάμεσα στο 1934 και στο 1939, και από ότι έχω ακούσει, έγινε έτσι χήρα για δεύτερη (τουλάχιστον) φορά, καθώς στο παρελθόν είχε ξαναπαντρευτεί, ίσως και παραπάνω από μια φορά. Έτσι ήταν η ζωή των γυναικών τότε, ανάμεσα σε πολέμους που κατανάλωναν ζωές.

Με τον Νικήτα Καβακόπουλο η Θεοχτή απέκτησε τέσσερα αγόρια, τον Λουκά (Λούκα όπως τον φώναζαν στην περιοχή), τον Δημήτρη (Δημητρό, με παρόμοια παραφθορά), τον Αναστάσιο (Τάσο) και τον Δημοσθένη (Δημοστένη με "τ" φώναζαν τον πατέρα μου), τους οποίους παραθέτω με σειρά ηλικίας. Ο Λουκάς ήταν ο μεγαλύτερος. 

Την οικογένεια των Καβακόπουλων δεν την ονόμαζαν "οι Καβακόπουλοι", αλλά με τον παλιό τρόπο, με το μικρό όνομα του πατέρα. Η Θεοχτή λοιπόν και τα τέσσερα παιδιά της ήταν "τα Νικητάκια" (ή "Νικητούδια" όπως τους έλεγαν στην περιοχή των Κουφαλίων) και με αυτό το όνομα τους θυμούνται ακόμη στην περιοχή. 

 Τα "Νικητάκια" ήρθαν στην περιοχή της παλιάς Πέλλας είτε από το "Καντίκιοϊ", δηλαδή την Αρχαία Χαλκηδώνα στην Κωνσταντινούπολη, είτε από το "Χαντίκιοϊ", παραφθορά του "Καντίκιοϊ", μια μικρή κωμόπολη έξω από την Κωνσταντινούπολη, όπου και εκεί εντόπισα το όνομα Καβακόπουλος.

Σύμφωνα πάντως με όσα έλεγε ο Λουκάς στα αδέλφια του, η οικογένεια ήταν ιερατική και είχε μεγάλες σχέσεις με την Εκκλησία. Μάλιστα τον προόριζαν, όταν ήταν μικρός και πριν την προσφυγιά, να γίνει ιερέας. Ο Λουκάς σκόπευε να "ξεπληρώσει" αυτή την υποχρέωση όταν θα τελείωνε ο πόλεμος. Θα έστελνε τον μικρό του αδελφό να γίνει ιερέας, δηλαδή τον πατέρα μου τον Δημοσθένη, που το 1942 ήταν 9 χρονών.

Ο πατέρας μου θυμόταν πως εκείνη την εποχή, πριν ή μέσα στην κατοχή, ο Λουκάς του έλεγε πως "η οικογένειά μας είχε τον Δεσπότη". Αυτό μπορεί να ήταν αναφορά σε δύο "δεσπότες", είτε στον Πατριάρχη Γερμανό τον 5ο (Γεώργιο Καβακόπουλο), ο οποίος μάλιστα είχε γεννηθεί και κατοικούσε στη Χαλκηδώνα της Κωνσταντινούπολης τα τέλη του 19ου αιώνα, είτε στον Απόστολο Καβακόπουλο, ανιψιό του Γεώργιου, που ήταν Μητροπολίτης Λέρου μέχρι το 1947.

Αυτές είναι οι παλιότερες ιστορικές μνήμες που οφείλω να καταγράφω για την οικογένεια της γιαγιάς Θεοχτής, που βρέθηκε να μεγαλώνει μόνη της τα "Νικητάκια" στο χωριό της παλιάς Πέλλας πριν τον πόλεμο, με τη βοήθεια του μεγάλου της γιου.

Ο Λουκάς πρέπει να ήταν τουλάχιστον 20+ ετών όταν έφτασαν οι Γερμανοί στην περιοχή, γιατί από ό,τι κατάφερα να μάθω από συγγενείς και ντόπιους, είχε καταφέρει ήδη να αγοράσει και να λειτουργεί το κεντρικό καφενείο της Παλιάς Πέλλας. Είχε μάλιστα φτιάξει ένα αυτοσχέδιο αλλά λειτουργικό αερόστατο, σύμφωνα με όσα έλεγε ο πατέρας μου, και είχε κερδίσει το θαυμασμό και την αγάπη των συγχωριανών του. 

Τη θετική μνήμη των Παλιοπελλιωτών προς τον Λουκά την έχω διαπιστώσει προσωπικα, καθώς τις λιγοστές φορές που πήγα στην Παλιά Πέλλα (γεννήθηκα και μεγάλωσα στη Θεσσαλονίκη) διαπίστωσα ότι ακόμη τον θυμούνται -έστω σαν όνομα- οι ηλικιωμένοι της περιοχής, αφού ήταν πολλοί εκείνοι που μου μιλούσαν με χαρά όταν άκουγαν το όνομά μου. Μάλιστα μου είπαν πάνω από τρεις φορές "αν ζούσε ο Λούκας (με τον τονισμό στην πρώτη συλλαβή) θα ήταν σήμερα δήμαρχος ή νομάρχης".

Παρά τις θετικές όμως προβλέψεις, ο Λουκάς τελικά δεν έγινε Δήμαρχος, ούτε κατάφερε να σώσει την οικογένειά του από τη φτώχεια, γιατί χάθηκε στην κατοχή και μαζί του χάθηκε όλη η περιουσία. Αν και μάλλον αποφεύγουν να αναφέρονται οι συγχωριανοί του σ' αυτό, ανέβηκε στο βουνό για να πολεμήσει τους εισβολείς και έγινε μάλιστα καπετάνιος του ΕΑΜ.

Ο θρύλος έλεγε πως έφυγε μετά τον πόλεμο στη Σοβιετική Ένωση, αλλά αν και τον αναζήτησαν τα αδέλφια του, δεν κατάφεραν ποτέ να μάθουν έστω και μια λεπτομέρεια για τα γεγονότα. 

Ο παππούς μου από την πλευρά της μητέρας μου, ο Νικόλαος Καρανίκας, με καταγωγή από την Καστοριά, αν και δεν είχε ιδιαίτερα καλή σχέση με τον πατέρα μου, ήταν άνθρωπος της τιμής και της ευθύνης και δεν μπορούσε να ησυχάσει με το ερωτηματικό του τι απέγινε ο Λουκάς. 

Ο παππούς Νίκος, αναζήτησε φίλους και γνωστούς, και κατάφερε μετα από χρόνια να βρει έναν κοινό γνωστό, ο οποίος ήταν μαχητής του ΕΑΜ και πολεμούσε μαζί με τον Λουκά στο βουνό. Αυτός ο κοινός γνωστός, ζούσε τότε πουλώντας κουζινικά (αν θυμάμαι καλά το είδος της επιχείρησης) στην περιοχή της Λεωφόρου Στρατού της Θεσσαλονίκης. 

Ο παππούς μου κατάφερε να εκμαιεύσει από τον γνωστό του τι έγινε τελικά με τον Λουκά. "Ήταν κορόιδο", του είπε ο πρώην σύντροφος, "αν και του χρωστάω τη ζωή μου. Αν δεν έμενε πίσω να καθυστερήσει τους Γερμανούς, εγώ δεν θα ήμουν τώρα εδώ, θα μας είχαν πιάσει και θα μας είχαν εκτελέσει όλους. Εγώ στη θέση του δεν θα το έκανα, θα έφευγα". 

Ο παππούς μου, όπως μας εξομολογήθηκε αργότερα, δεν άντεξε, αγρίεψε και σχεδόν έφτυσε τον πρώην αντάρτη γνωστό του στο πρόσωπο. Όχι γιατί δεν αντιλαμβανόταν πως αυτά που έλεγε ο πρώην αντάρτης ήταν μια έκφραση ενοχικής ευγνωμοσύνης, αλλά γιατί δεν χωρούσε ο νους του πώς ένας άνθρωπος μπορούσε να χαρακτηρίσει "κορόιδο" κάποιον που έδωσε τη ζωή του για να σωθεί ο ίδιος. Άνοιξε την πόρτα του καταστήματος, έφυγε, και δεν πέρασε από εκεί μπροστά ποτέ ξανά στη ζωή του. 

 Η αδελφή μου, η Θεοπίστη, που ζει στη Μεγάλη Βρετανία, διάβασε τα παραπάνω και με διόρθωσε, λέγοντας ότι προφανώς κάποιος τα μπέρδεψε και τα πραγματικά γεγονότα είναι ότι ο συγκεκριμένος πωλητής κουζινικών ήταν  αξιωματικός του Ελληνικού Στρατού, φίλος του Λουκά, ο οποίος ζήτησε από τον Λουκά να παραδώσει το όπλο του μετά το τέλος του Πολέμου και το Σύμφωνο της Βάρκιζας, και εκείνος αρνήθηκε και έφυγε οριστικά στο βουνό, όπου μάλλον σκοτώθηκε σε κάποια διαμάχη του Εμφύλιου.

Τι απέγινε πραγματικά ο Λουκάς Καβακόπουλος, αυτός που μου έδωσε το όνομά του, μάλλον δεν θα το μαθουμε ποτέ. Ίσως οι Γερμανοί στρατιώτες που κυνηγούσαν την ομάδα του να ήταν οι τελευταίοι άνθρωποι που τον είδαν. Ίσως να ήταν στρατιώτες του Ελληνικού Στρατού. Ίσως να συνέβη κάτι άλλο. 

Οι εναπομείναντες θείοι και ο πατέρας μου ήταν σίγουρα πολύ μικροί σε ηλικία, η -όποια- περιουσία τους χάθηκε και γενικά η οικογένεια αντιμετώπισε τα χρόνια που ακολούθησαν μεγάλα προβλήματα.

Το χειρότερο όμως είναι πως τα "Νικητάκια" πολιτογραφήθηκαν ως "αριστεροί" και ως "κομμουνιστές", αν και τα αδέλφια του Λουκά δεν πήραν ποτέ μέρος στον Εμφύλιο.

Όπως όλοι οι "αριστεροί", αντιμετωπίστηκαν με καχυποψία από τις κυβερνήσεις της Ελλάδας στα χρόνια που ακολούθησαν. Αν και δεν υπέστησαν σοβαρές διώξεις, δεν είχαν εκλογικά βιβλιάρια και δεν τους δινόταν το δικαίωμα της ψήφου (τους επέτρεψαν να βγάλουν βιβλιάρια πολύ μετά το 1974).

Δεν ξέρω τι εννοούν σήμερα με τον όρο "Αριστερά" και πως έχει διαμορφωθεί η ουσία και το νόημά αυτής της λέξης. Μπορώ όμως με μεγάλη σιγουριά να σας διαβεβαιώσω ότι οι άνθρωποι που γνώρισα εγώ, ήταν άνθρωποι βαθιά πατριώτες, με ακλόνητο αίσθημα τιμής και ανδρείας, σκληρά εργαζόμενοι και μάλλον βαθιά συντηρητικοί. 

Γράφω τα παραπάνω μήπως και διασώσω κάποιες μνήμες, έστω τα ονόματα, για το μέλλον. Με βαραίνει απίστευτα ότι οι άνθρωποι χάνονται και ξεχνιούνται παντοτινά. Το ελάχιστο που μπορούμε να κάνουμε είναι να καταγράψουμε κάπου τα ονόματά τους και το ποιοι ήταν, έστω για να διασωθεί ο ήχος των ονομάτων τους.

Αν κάποιος γνωρίζει κάτι, αν έχει υπόψη του κάποια γεγονότα και κάποια ονόματα, ή αν μπορεί να διορθώσει λάθη σε όλα όσα γράφω παραπάνω, ας τα προσθέσει παρακάτω.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Υπάρχει δογματικός Αθεϊσμός;

Το «κακό μάτι», η «κακιά γλώσσα» και όλα αυτά τα ανύπαρκτα