ΛΟΥΝΤΒΙΧ ΒΑΝ ΜΠΕΤΟΒΕΝ (1770-1827) - Ο ΜΟΥΣΟΥΡΓΟΣ

Ο μεγαλύτερος κλασικός μουσουργός όλων των εποχών και μια από τις μεγαλύτερες ιδιοφυΐες της ανθρωπότητας γεννήθηκε στη Βόννη κάποια σκοτεινή νύχτα του Δεκέμβρη του 1770, από μια ταπεινή μουσική οικογένεια. Όσο ήταν μικρός, ο πατέρας του, Γιόχαν, μουσικός της αυλής του Εκλέκτορα της Κολονίας, τον βασάνισε πολύ για να αποκτήσει «σωστή μουσική πειθαρχία», κάτι που τραυμάτισε την ευαίσθητη ψυχή του μικρού Λούντβιχ, που μπορούσε από τη φύση του να παίζει με άνεση οποιαδήποτε μουσική φανταζόταν, φτάνει να ακουμπούσε τα δάχτυλά του στα πλήκτρα του πιάνου...

Ο Λούντβιχ αγαπούσε πολύ τους ήχους, τόσο που στη διάρκεια των καταιγίδων έβγαινε στη βροχή και διεύθυνε τους κεραυνούς, χωρίς να τον ενοχλεί που γινόταν μούσκεμα. Η παραδοσιακή μουσική «αρμονία» δεν ήταν αρκετή για να εκφράσει τη μουσική φαντασία του, γιατί έβλεπε απίστευτη ομορφιά ακόμη και σε εκείνους τους ήχους που ξέφευγαν πολύ από τις συνηθισμένες «μελωδίες».

Στα 12 του χρόνια είχε ήδη εκδώσει αρκετά μουσικά έργα. Στα 17 του έγινε δεκτός στη Βιέννη, το τότε λαμπρό πολιτιστικό κέντρο της Βόρειας Ευρώπης, όπου μελέτησε δίπλα στους μεγάλους μουσουργούς της εποχής, τον Χάιντν, τον Σενκ και τον Σαλιέρι. Με τους περισσότερους από αυτούς μάλωσε αργά ή γρήγορα λόγω του ευέξαπτου χαρακτήρα του και του πάντα εύθικτου εγωισμού του, αλλά δεν διατήρησε καμιά έχθρα μαζί τους, γιατί οι διαφωνίες του Μπετόβεν με τους άλλους ήταν σχεδόν πάντα φιλοσοφικές. Σύντομα, η φήμη της δεξιοτεχνίας, της μουσικής του φαντασίας και του τεράστιου συναισθήματος που έβαζε στη μουσική του μεγάλωσε τόσο πολύ, που η αριστοκρατία της Βιέννης τον υποστήριξε και τον αγκάλιασε. Έφτασε, μάλιστα, στο σημείο να θεωρηθεί μεγαλύτερο ταλέντο από τον Μότσαρτ, που εκείνη την εποχή θεωρούταν ο ημίθεος της μουσικής.

Ο Μπετόβεν, κυκλοφορώντας στα τότε ανοιχτόμυαλα στρώματα της αριστοκρατίας, δεν φοβόταν να δηλώσει τις ριζοσπαστικές απόψεις του για τα κοινωνικά θέματα, την αγάπη του για το Διαφωτισμό (που εκείνη την εποχή είχε αρχίσει να φουντώνει σαν ιδέα) και την υποστήριξη του προς όλους τους επαναστάτες που οραματίζονταν έναν καλύτερο κόσμο. Αν και συνάντησε πολλά προσωπικά προβλήματα εξαιτίας της ταπεινής του καταγωγής (που αποτέλεσμα είχαν να πληγωθεί ακόμη περισσότερο ο εγωισμός του και η αξιοπρέπεια του), έγινε φίλος με αρκετά μέλη της αριστοκρατίας, όπως ήταν ο πρίγκιπας Karl και η πριγκίπισσα Marie-Chrisiane Lichnowsky, με τους οποίους μοιραζόταν τις ίδιες επαναστατικές απόψεις. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να τον πλησιάσουν διανοούμενοι της αστικής τάξης και να του ζητήσουν να συνεργαστεί μαζί τους, για να προωθηθούν τα σχέδια τους και μέσα στα κυκλώματα της αριστοκρατίας. Από ό,τι φαίνεται, από πολλά επιβεβαιωμένα στοιχεία (όπως η αλληλογραφία του), κάποια στιγμή τον πλησίασαν τα υψηλόβαθμα στελέχη της περίφημης μυστικής εταιρίας των Bavarian Illuminati (Πεφωτισμένων της Βαυαρίας) και του ζήτησαν να παίξει διάφορους ρόλους στα σχέδια τους, καθώς και να γίνει ο μουσικός εκφραστής της ιδεολογίας τους.

Το πύρινο ταμπεραμέντο του και το χάρισμα του να διεισδύει η μουσική του στις καρδιές όλων των ακροατών θεωρήθηκαν μεγάλο «κοινωνικό όπλο», ειδικά από τους ριζοσπάστες διανοούμενους εκείνης της εποχής, που είχαν αρχίσει να συνειδητοποιούν πως κάθε είδος τέχνης μπορεί να προωθήσει και μια αντίστοιχη ιδεολογία. Και ο Μπετόβεν, εκτός των άλλων, είχε το σπάνιο ταλέντο να μπορεί να μεταδίδει κρυστάλλινες ιδέες μέσα από τους ήχους... Έτσι, σύμφωνα με πολλούς μελετητές της ζωής του, έγινε δεκτός ως μέλος των "Ιλλουμινάτι". Το πρώτο έργο του που περιέχει επαναστατικές αιχμές ήταν η Καντάτα του Αυτοκράτορα Ζοζέφ, το οποίο παρήγγειλαν οι Ιλλουμινάτι, προς τιμήν του πρώτου «διαφωτισμένου» (illuminated) αυτοκράτορα της Αυστρίας, του Ζοζέφ του 2ου.

Ο Μπετόβεν ήταν αχόρταγος αναζητητής της γνώσης. Διάβαζε όσο περισσότερα βιβλία μπορούσε και σύντομα είχε μελετήσει όλους τους μεγάλους φιλοσόφους της εποχής του, όπως τον Καντ, τον Βολταίρο και τον Ρουσσώ. Με τη βαθιά γνώση της φιλοσοφίας και την έμπνευση του, κατάφερε να περάσει μέσα από τους ήχους του συμβολισμούς που κανείς πριν από αυτόν δεν μπορούσε να διανοηθεί ότι θα μπορούσαν να εκφραστούν μουσικά. Επίσης, ο Μπετόβεν βασανιζόταν από πολλά μεταφυσικά παράδοξα: ένιωθε να τον καταλαμβάνουν νοητικές οντότητες, αντιλαμβανόταν δαιμονικές εκφάνσεις του ίδιου του του εαυτού τις οποίες προσπαθούσε να καταπολεμήσει, έβλεπε οράματα και παράξενα όνειρα. 

Όλα σχεδόν τα έργα του χαρακτηρίζονται από ανησυχίες αυτού του είδους, όπως και από αστείρευτο ανθρωπισμό (όπως π.χ. η αξεπέραστη Σονάτα στο Σεληνόφως), τραγικά και ταυτόχρονα ηρωικά συναισθήματα όπως η συμφωνία του Πεπρωμένου, ενώ σχεδόν παντού είναι φανερές οι μεταφυσικές και φιλοσοφικές του ανησυχίες, ακόμη και στα πιο ρομαντικά και όμορφα κομμάτια του, όπως το Αθάνατη Αγαπημένη (Immortal Beloved) ή το Fur Elise (Για την Ελίζα -το οποίο, μάλιστα, «άκουσε» πρώτη φορά να παίζεται από «φασματικά» δάχτυλα μέσα σε ένα εγκαταλειμμένο κτίριο...) Μέσα σε αυτή τη φιλοσοφική ενατένιση, ο Μπετόβεν δεν ξεχνούσε και τις κοινωνικές του ευαισθησίες. Έσβησε π.χ. νευριασμένος την αφιέρωση της Ηρωικής συμφωνίας του προς τον Ναπολέοντα, τον οποίο αρχικά θεωρούσε «ήρωα της Δημοκρατίας», όταν εκείνος ανακήρυξε τον εαυτό του αυτοκράτορα...

Ο Μπετόβεν πέρασε διάφορα στάδια στη ζωή του. Απέρριψε για κάποιο χρονικό διάστημα τις επαναστατικές ιδέες του Διαφωτισμού και των Ιλλουμινάτων, αλλά προς το τέλος της ζωής του φάνηκε να τις υποστηρίζει ξανά. Τα τελευταία 20 χρόνια της ζωής του, σαν από ειρωνεία, η μοίρα αφαίρεσε από τον Μπετόβεν την πιο αγαπημένη του αίσθηση, την ακοή. Ο Μπετόβεν προσπάθησε να ξεπεράσει αυτή την έλλειψη δαγκώνοντας το πιάνο όταν έπαιζε, προσπαθώντας έτσι να ακούσει τις νότες. Αυτό ήταν το τελικό πλήγμα για τον εγωισμό του, όπως και το γεγονός πως δεν είχε καταφέρει να παντρευτεί, ενώ ήταν αγαπημένος πολλών γυναικών. (Πολλοί μελετητές ισχυρίζονται πως γι' αυτό ευθύνεται η παράνομη σχέση του με τη χήρα του αδελφού του -της οποίας το γιο είχε υιοθετήσει- ενώ άλλοι εντοπίζουν κάποιον κρυφό δεσμό με την πριγκίπισσα Marie-Chriniane, ένα δεσμό που δεν επισημοποιήθηκε ποτέ λόγω ταξικών διαφορών.)

Ο Μπετόβεν πέθανε κουφός, μόνος και απογοητευμένος, αφού πρώτα ένιωσε πως κατάφερε να δώσει στην τέχνη όλα όσα είχε μέσα του. Αν και άφησε μέσα στην απόλυτη μοναξιά την τελευταία του πνοή, στην κηδεία του παραβρέθηκαν 10.000 άτομα. Από τότε, ο Μπετόβεν έγινε κτήμα όλης της ανθρωπότητας. Τα έργα του έγιναν θέμα χιλιάδων διαφωνιών, απαγορεύτηκαν ή επιβλήθηκαν από τα διάφορα καθεστώτα, αντιμετωπίστηκαν με εχθρότητα ή αγάπη. Όλοι όμως οι ακροατές του παραδέχονται την τεράστια μαγική δύναμη που τα διαπερνά...
 
Λουκάς Καβακόπουλος

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Υπάρχει δογματικός Αθεϊσμός;

Τα κόμιξ και η πραγματική ταυτότητα του Αντίχριστου

Μπλε ή Πράσινο Χάπι; Τι θα ...ψηφίσετε;