Δύο άνθρωποι είδαν μια μέρα τον Θεό...
Δύο άνθρωποι είδαν μια μέρα τον Θεό.
Ο ένας έπεσε στα γόνατα, άρχισε να ψέλνει και να τον προσκυνάει, ενώ από μέσα του σκεφτόταν πονηρά τα δώρα και τις «εξυπηρετήσεις» που θα του ζητήσει αμέσως μετά...
Ο άλλος μόλις είδε τον Θεό, τον πλησίασε και, με θυμό, του έδωσε μια δυνατή σφαλιάρα!
Ο Θεός κοίταξε απορρημένος τον θυμωμένο άνδρα.
Εκείνος του εξήγησε:
«Σου άξιζε!
- Για όλα αυτά που έκανες στους αδικημένους που έμειναν αδικημένοι.
- Για όλα αυτά που έκανες στους άτυχους, που δεν τους χαμογέλασες ποτέ.
- Για όλα αυτά που έκανες στους άρρωστους, που καταδίκασες να ζούνε μόνοι τους μες την ασθένεια, μακριά από τις οικογένειές τους, σε έναν διαρκή πόνο.
- Για όλους εκείνους που είχαν θαυμαστές ψυχές μα όλα τους τα όνειρα προδόθηκαν.
- Για όλους εκείνους που σε πίστεψαν και σε παρακάλεσαν, μα εσύ δεν άκουσες και δεν βοήθησες ποτέ!»
Ο Θεός ακούγοντας αυτά τα λόγια δάκρυσε. Σιωπηλός, ζήτησε από μέσα του συγχώρεση.
Έτεινε το χέρι για να πιάσει το χέρι του θυμωμένου άνδρα, και να του πει ότι λυπάται, αλλά εκείνος του γύρισε την πλάτη και περπάτησε μακριά του.
Και ο Θεός έμεινε μόνος, με μόνη συντροφιά τον δουλοπρεπή γονατιστό άνδρα που τον κοιτούσε γεμάτος ιδιοτέλεια και πονηριά.
Καθώς ένα ακόμη δάκρυ κύλησε στο μάγουλό του, ο διάβολος χαμογέλασε.
Ο ένας έπεσε στα γόνατα, άρχισε να ψέλνει και να τον προσκυνάει, ενώ από μέσα του σκεφτόταν πονηρά τα δώρα και τις «εξυπηρετήσεις» που θα του ζητήσει αμέσως μετά...
Ο άλλος μόλις είδε τον Θεό, τον πλησίασε και, με θυμό, του έδωσε μια δυνατή σφαλιάρα!
Ο Θεός κοίταξε απορρημένος τον θυμωμένο άνδρα.
Εκείνος του εξήγησε:
«Σου άξιζε!
- Για όλα αυτά που έκανες στους αδικημένους που έμειναν αδικημένοι.
- Για όλα αυτά που έκανες στους άτυχους, που δεν τους χαμογέλασες ποτέ.
- Για όλα αυτά που έκανες στους άρρωστους, που καταδίκασες να ζούνε μόνοι τους μες την ασθένεια, μακριά από τις οικογένειές τους, σε έναν διαρκή πόνο.
- Για όλους εκείνους που είχαν θαυμαστές ψυχές μα όλα τους τα όνειρα προδόθηκαν.
- Για όλους εκείνους που σε πίστεψαν και σε παρακάλεσαν, μα εσύ δεν άκουσες και δεν βοήθησες ποτέ!»
Ο Θεός ακούγοντας αυτά τα λόγια δάκρυσε. Σιωπηλός, ζήτησε από μέσα του συγχώρεση.
Έτεινε το χέρι για να πιάσει το χέρι του θυμωμένου άνδρα, και να του πει ότι λυπάται, αλλά εκείνος του γύρισε την πλάτη και περπάτησε μακριά του.
Και ο Θεός έμεινε μόνος, με μόνη συντροφιά τον δουλοπρεπή γονατιστό άνδρα που τον κοιτούσε γεμάτος ιδιοτέλεια και πονηριά.
Καθώς ένα ακόμη δάκρυ κύλησε στο μάγουλό του, ο διάβολος χαμογέλασε.
Η ερώτησή μου είναι:
ΑπάντησηΔιαγραφήΠοιος από τους δύο θα ήταν μετά από όλα αυτά πιο κοντά στον Θεό;
Ποιος θα ήταν ο πιο αυθεντικός, γνήσιος και καλός άνθρωπος και πιστός;